- επινέφελος
- ο (Α ἐπινέφελος, -ον)νεοελλ.γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, τού οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφόςαρχ.1. συννεφιασμένος, νεφελώδης2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.)3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα («ἐπινέφελοι οἱ βορέαι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεφέλη].
Dictionary of Greek. 2013.